Κοινωνική Φοβία: Τί είναι και πως αντιμετωπίζεται;

Η κοινωνική φοβία παρουσιάζεται περίπου στο 13% του πληθυσμού συνήθως στην παιδική και προεφηβική ηλικία αλλά σπάνια, μπορεί να κάνει την εμφάνισή της μετά τα 25 έτη. Αναφέρεται στον χρόνιο και επίμονο φόβο του ατόμου ότι θα γίνει ή είναι ήδη το επίκεντρο της κριτικής των άλλων ή ακόμα και το άτομο στο οποίο έχουν στρέψει τα βλέμματά τους όλοι. Τα άτομα που υποφέρουν από κοινωνική φοβία αισθάνονται συνεχώς ότι οι γύρω τους τους σχολιάζουν με αρνητικό τρόπο, κάτι που τελικά οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα άγχους και σε αισθήματα όπως αυτό της ντροπής. Πολλές φορές αισθάνονται ακόμα και ότι θα εξευτελιστούν ή θα ντροπιαστούν αν κάνουν κάτι μπροστά σε άλλους. Μπορεί όσα έχουμε αναφέρει μέχρι στιγμής να είναι σκέψεις και συναισθήματα που έχουν περάσει από το μυαλό όλων μας, όμως στην κοινωνική φοβία αυτή η κατάσταση είναι τόσο έντονη που το άτομο δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις σκέψεις του.

Θα μπορούσατε να πείτε πως η κοινωνική φοβία μοιάζει πολύ με τη συμπεριφορά ενός ντροπαλού ατόμου. Ωστόσο, η αλήθεια είναι διαφορετική. Ένα ντροπαλό άτομο σαφώς θα αισθανθεί δυσκολία όταν η περίσταση απαιτεί να βρεθεί στο επίκεντρο π.χ. παρουσίαση μιας εργασίας, αλλά δεν θα παρουσιάσει σωματοποιημένα συμπτώματα του άγχους όπως κάποιος που βασανίζεται από κοινωνική φοβία. Μια ακόμα διαφορά είναι ότι κάποιος που πάσχει από κοινωνική φοβία θα αποφύγει την κοινωνική συναναστροφή, ενώ ένας άνθρωπος που είναι ντροπαλός δεν θα επιχειρήσει να αναβάλλει μια συνάντηση. Φυσικά ένα άτομο με κοινωνική φοβία μπορεί να είναι και ντροπαλό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος που είναι ντροπαλός πάσχει από κοινωνική φοβία.

Αρκετές φορές, όσοι πάσχουν από κοινωνική φοβία είναι σε θέση να αξιολογήσουν ότι οι φοβίες τους είναι υπερβολικές ή αβάσιμες, ωστόσο αισθάνονται ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπτώματα αυτής της διαταραχής είναι τόσο έντονα που ένα άτομο μπορεί να υποφέρει αρκετό διάστημα πριν από μια προγραμματισμένη κοινωνική συναναστροφή, απαριθμώντας στο μυαλό του όλα όσα μπορούν να πάνε στραβά. Η κοινωνική φοβία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι η ειδική κοινωνική φοβία και αφορά σε φοβία συγκεκριμένων δραστηριοτήτων υπό το βλέμμα παρατηρητών π.χ. κάποιοι δυσκολεύονται να φάνε δημόσια ή να μιλήσουν σε κοινό, ενώ η δευτερη κατηγορία είναι η γενικευμένη κοινωνική φοβία που αφορά σε φοβία της κριτικής που θα δεχτεί το άτομο σε θέματα της καθημερινότητας.

Ορισμένα από τα σωματικά συμπτώματα της κοινωνικής φοβίας μπορεί να είναι το κοκκίνισμα, η έντονη εφίδρωση, το τρέμουλο, η δυσκολία στην ομιλία, οι αναγούλες και οι στομαχικές ενοχλήσεις, ακόμα και ο εμετός. Στην περίπτωση που τα συμπτώματα είναι τόσο έντονα που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από κάποιον άλλο το άγχος και ο φόβος του ατόμου για μια επικείμενη αποδοκιμασία ή κακή κριτική γίνεται ακόμα πιο έντονο. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που αποφέυγουν την κοινωνική συναναστροφή άλλωστε. Ο φόβος ότι κάποιος θα καταλάβει από τα συμπτώματά τους ότι κάτι δεν πάει καλά είναι αρκετός για να δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο στον οποίο το άτομο βρίσκεται εγκλωβισμένο.

Η κατάθλιψη έχει την υψηλότερη συσχέτιση συνοσηρότητας με την κοινωνική φοβία. Αρκετές φορές παρατηρούμε άτομα με κοινωνική φοβία να αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση εξάρτησης με το αλκοόλ, σε μια λανθασμένη προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματά τους. Δεν είναι παράξενο άτομα που πάσχουν από κοινωνική φοβία να έχουν παρουσιάσει στη ζωή τους κρίση πανικού. Πολλές φορές μάλιστα ζητούν βοήθεια για αυτές τις κρίσεις πανικού και μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία αντιλαμβάνονται ότι τους συμβαίνει και κάτι άλλο. Μπορεί η κοινωνική φοβία να εμφανίζεται σε περισσότερες γυναίκες από ότι σε άντρες, οι δεύτεροι είναι όμως εκείνοι που θα αναζητήσουν με μεγαλύτερη συχνότητα βοήθεια από κάποιον ειδικό.

Οι αιτίες που προκαλούν την κοινωνική φοβία διερευνώνται ακόμη, ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι μια περιοχή του εγκεφάλου, η αμυγδαλή, μπορεί να σχετίζεται με την ανάπτυξη μιας τέτοιας διαταραχής. Άλλες μελέτες υπογραμμίζουν την πιθανότητα η κοινωνική φοβία να είναι μια κληρονομική κατάσταση και να περνά από γενιά σε γενιά. Αναφορικά με το κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι ο φόβος αυτός μπορεί να έχει δημιουργηθεί είτε μέσω ενός τραυματικού γεγονότος είτε μέσω μιας διαδικασίας μάθησης από ένα πρότυπο, όπως το γονεϊκό. Η διαδικασία αυτή που ίσως εμπλέκεται στη γένεση της φοβίας, ονομάζεται μάθηση παρατήρησης ή κοινωνικός παραδειγματισμός.

Η θεραπεία της κοινωνικής φοβίας μπορεί να είναι φαρμακευτική, με φάρμακα που περιλαμβάνουν τα αντικαταθλιπτικά όπως οι αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, οι αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης και οι βενζοδιαζεπίνες υψηλής ισχύος. Σε περιπτώσεις ειδικής μορφής κοινωνικής φοβίας, χρησιμοποιούνται και οι βήτα αναστολείς. Σε κάθε περίπτωση ο μόνος υπεύθυνος για τη διαμόρφωση της φαρμακευτικής αγωγής είναι ο αρμόδιος ψυχίατρος, δηλαδή ο θεράπων ιατρός. Αν από την άλλη πλευρά κάποιος επιθυμεί να μην πάρει φαρμακευτική αγωγή υπάρχει η επιλογή της ψυχοθεραπείας. Πιο συγκεκριμένα η γνωστική συμπεριφορική ψυχοθεραπεία έχει βρεθεί ότι έχει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα συγκρινόμενη με άλλες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους στην περίπτωση της κοινωνικής φοβίας. Στην προσέγγιση αυτή, ο θεραπευόμενος με τη βοήθεια του θεραπευτή του, εκτίθεται σταδιακά σε καταστάσεις που του προκαλούν φοβία και εκπαιδεύεται στο να ενεργοποιεί μηχανισμούς για να αισθάνεται πιο ασφαλής.