Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους

Η Κοινωνική Φοβία, ή αλλιώς η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους (ΔΚΑ) είναι μια ιδιαίτερα διαδεδομένη αγχώδης διαταραχή. Η Κοινωνική Φοβία διαφέρει από την απλή ντροπαλότητα ή συστολή που μπορεί να αισθάνεται κάποιος σε κοινωνικές καταστάσεις αλλά και κατά την επαφή του με άλλους ανθρώπους, καθώς το άτομο με ΔΚΑ βιώνει κατά πολύ εντονότερο άγχος, καταφεύγει σε αποφυγές και το άγχος του φαίνεται να μη μειώνεται με την σταδιακή έκθεσή του στο ερέθισμα. Πέρα από τα ψυχολογικά συμπτώματα υπάρχουν και διάφορα σωματικά συμπτώματα όπως εφίδρωση, τρέμουλο, ναυτία, τραυλισμός, ταχυπαλμία, διάρροια, συχνουρία, ξηροστομία κ.α. Τόσο ή ένταση των συναισθηματικών συμπτωμάτων όσο κα η ένταση των σωματικών συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τα ερεθίσματα που προκαλούν το άγχος αλλά και κατά περίπτωση ατόμου. Λόγου χάρη, τα άτομα που υποφέρουν από γενικευμένη Κοινωνική Φοβία (ΓΚΦ), φτάνουν στο σημείο να περιορίζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό τις όποιες δραστηριότητές τους που εν τέλει υποφέρουν και από αγοραφοβία. Είναι μάλιστα συνηθισμένο σε περιπτώσεις ΓΚΦ τα συμπτώματα να είναι τόσο έντονα που να οδηγούν σε κρίση πανικού. Οι κρίσεις πανικού συνήθως υποχωρούν μέσα σε λίγα λεπτά και δεν είναι ικανές να προκαλέσουν κακό στον πάσχοντα. Το πρόβλημα που προκαλούν είναι ότι λόγω του πρόσθετου άγχους που προκαλούν εντείνουν τις αποφυγές του ατομού, συνηγορώντας έτσι στον περαιτέρω κοινωνικό αποκλεισμό του. Αν και οι πάσχοντες από ΔΚΑ συνήθως υποφέρουν για χρόνια μέχρι να αναζητήσουν βοήθεια μελέτες έχουν δείξει ότι οι ρίζες αυτής της διαταραχής βρίσκονται στην παιδική ή εφηβική ηλικία, ενώ ορισμένες σχετικές συμπεριφορές έχουν εντοπιστεί ακόμα και στη νηπιακή ηλικία. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι η συχνή συνοσυρότητα με άλλες αγχώδεις διαταραχές, αλλά και με την κατάθλιψη, πολλές φορές ακόμα και με τάσεις αυτοκτονίας, ωστόσο το μείζον θέμα που απαιτεί άμεση θεραπεία αποτελεί η Κοινωνική Φοβία.

Τα άτομα με Κοινωνική Φοβία βιώνουν συνήθως τα παρακάτω συναισθήματα όταν αντιμετωπίζουν μια κοινωνική κατάσταση που τους προκαλεί φόβο και άγχος:

  • Πεποίθηση ότι η προσοχή των άλλων ανθρώπων είναι επικεντρωμένη σ’ αυτούς
  • Φόβος ότι δεν μπορούν να αποδώσουν όπως πρέπει (ακόμη και όταν πρόκειται για απλές δραστηριότητες όπως όταν περπατάνε, τρώνε, γράφουν κλ.π.)
  • Αίσθηση ότι είναι συνεχώς εκτεθειμένοι στην παρατήρηση, την κριτική ή τον εξονυχιστικό έλεγχο των άλλων.
  • Φόβο ότι δεν είναι ικανοί να φερθούν σωστά ή όπως αναμένεται από αυτούς.
  • Φόβο ότι θα κάνουν κάποιο λάθος που θα γίνει αντιληπτό.
  • Φόβο ότι θα γελοιοποιηθούν ή θα εξευτελιστούν μπροστά στους άλλους.
  • Φόβο ότι οι εκδηλώσεις του άγχους τους είναι φανερές στους άλλους οι οποίοι θα τους θεωρήσουν αδύναμους, αλλόκοτους, τρελούς ή ηλίθιους.
  •  Φόβο ότι οι άλλοι θα ανακαλύψουν το μυστικό τους.

O φόβος της αποκάλυψης του προβλήματός τους, που φαίνεται να είναι και ένας από τους πιο έντονους φόβους, συχνά στέκεται εμπόδιο στην αναζήτηση σχετικής βοήθειας.

 Η Κοινωνική Φοβία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, την Ειδική Κοινωνική Φοβία και τη Γενική Κοινωνική Φοβία. Τα άτομα με Ειδική Κοινωνική Φοβία αισθάνονται άγχος και φόβο σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις τις οποίες αποφεύγουν ή αντιμετωπίζουν με μεγάλη δυσκολία. Εκτός από τις συγκεκριμένες αυτές καταστάσεις, τα άτομα αυτά δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα σε άλλες κοινωνικές καταστάσεις. Η πιο διαδεδομένη Ειδική Κοινωνική Φοβία είναι η δημόσια ομιλία ή η συμμετοχή σε δημόσια παράσταση. Μια επίσης διαδεδομένη Ειδική Κοινωνική Φοβία είναι ο φόβος και το άγχος αντιμετώπισης ατόμων που κατέχουν μια ανώτερη θέση ή θέση εξουσίας (όπως προϊσταμένους), ή κοινωνικές επαφές με άτομα τα οποία ο πάσχων θεωρεί ότι έχουν ανώτερη μόρφωση ή κοινωνική θέση, άτομα του αντίθετου φύλου και, γενικά, άτομα τα οποία το άτομο αξιολογεί ως σημαντικά.

Από την άλλη, όσοι πάσχουν από Γενική Κοινωνική Φοβία θεωρούν ότι γίνονται το επίκεντρο της προσοχής σε οποιονδήποτε χώρο βρεθούν μαζί με άλλους ανθρώπους, ή όταν προβαίνουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα παρουσία άλλων και αυτό τους προκαλεί έντονο άγχος. Νιώθουν σαν να δίνουν «παράσταση» συνεχώς με οτιδήποτε κάνουν και οι άλλοι άνθρωποι είναι το «κοινό» που παρακολουθεί κάθε κίνησή τους και θα τους κρίνει. Αλλά την ίδια στιγμή είναι πεπεισμένοι ότι δεν μπορούν να αποδώσουν, ότι θα κάνουν κάποιο λάθος που θα γίνει αντιληπτό από τους άλλους, ή ότι κάτι επάνω τους ή στη συμπεριφορά τους είναι αλλόκοτο ή γελοίο, ή ότι οι σωματικές τους εκδηλώσεις άγχους, θα γίνουν αντιληπτές από τους άλλους. Ο κύριος φόβος τους είναι ότι οι άλλοι θα τους θεωρήσουν αλλόκοτους, γελοίους ή ηλίθιους και θα τους κρίνουν δυσμενώς ή θα τους απορρίψουν.

Τα άτομα με Γενική Κοινωνική Φοβία αισθάνονται δυσφορία και άγχος με κάθε είδους κοινωνικές επαφές, εξαίρεση ωστόσο αποτελεί η συναναστροφή με ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντός τους. Οι περισσότεροι από τους πάσχοντες με Γενική Κοινωνική Φοβία, ειδικά οι άντρες, αντιμετωπίζουν δυσκολία στη δημιουργία μακροχρόνιων σχέσεων. Το άγχος όσων πάσχουν από ΓΚΦ φαίνεται να μειώνεται ότα  συνοδεύονται από κάποιο πολύ οικείο άτομο, όταν «χάνονται» στο ανώνυμο πλήθος ή όταν είναι σκοτάδι και είναι δυσκολότερο να τους παρατηρήσουν οι άλλοι άνθρωποι.

Συνολικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις ΚΦ, η διαταραχή λειτουργεί ως ένα είδος «αυτο-εκπληρούμενης προφητείας», καθώς το άτομο προετοιμάζει τον εαυτό του μέσω έντονων οραματισμών για αυτά που θα του συμβούν, αυτά που θα βιώσει. Έπειτα, μόλις τελειώσει το γεγονός και για μεγάλο χρονικό διάστημα, το άτομο στενοχωριέται για το πώς χειρίστηκε την κατάσταση. Σκέφτεται, ξανά και ξανά, πώς αλλιώς θα μπορούσε να είχε συμπεριφερθεί ή να είχε μιλήσει και μέμφεται τον εαυτό του για τα λάθη του. Ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα με Κοινωνική Φοβία έχουν επιλεκτική μνήμη, δηλαδή τείνουν να θυμούνται, με επίκεντρο πάντα τον εαυτό τους, αρνητικά και δυσάρεστα γεγονότα, ή αυτά που οι ίδιοι έχουν ερμηνεύσει ως αρνητικά και δυσάρεστα, και να αγνοούν τις μνήμες θετικών και ευχάριστων γεγονότων. Σύμφωνα με άλλες έρευνες, επικεντρώνουν την προσοχή τους σε μεγάλο βαθμό στο σώμα τους ψάχνοντας για συμπτώματα άγχους, για παράδειγμα εφίδρωση, προβλήματα στην ομιλία κ.α.. Επικεντρώνονται επίσης έντονα στον εαυτό τους και τις σκέψεις τους με τις αρνητικές εικόνες και απόψεις για τον εαυτό τους με αποτέλεσμα την αύξηση των συμπτωμάτων τους.

Η Κοινωνική Φοβία είναι μια από τις σοβαρότερες αγχώδεις διαταραχές, όσον αφορά στο βαθμό και στην έκταση που είναι δυνατόν να επηρεάσει και να περιορίσει την προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή ενός ατόμου. Χωρίς θεραπεία, η Κοινωνική Φοβία συνήθως διαρκεί για όλη τη ζωή. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, τα ποσοστά ατόμων με Κοινωνική Φοβία ποικίλλουν από χώρα σε χώρα και κυμαίνονται από 3% μέχρι 13% του πληθυσμού. Το ποσοστό των γυναικών που πάσχουν από Κοινωνική Φοβία υπολογίζεται ότι είναι διπλάσιο των αντρών.